- χαλκήϊος
- χαλκ-ήϊος, η, ον, ([etym.] χαλκεύς)A of or for a smith,
ὅπλα Od.3.433
; δόμος, i.e. forge, 18.328; in form [full] χαλκεῖος,θῶκος Hes.Op.493
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὅπλα Od.3.433
; δόμος, i.e. forge, 18.328; in form [full] χαλκεῖος,θῶκος Hes.Op.493
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκήιος — χάλκειος of copper masc nom sg χαλκήιος of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκήϊος — ΐη, ον, Α ιων. τ. βλ. χαλκούς … Dictionary of Greek
χαλκήιον — χάλκειος of copper masc acc sg χάλκειος of copper neut nom/voc/acc sg χαλκεῖον cauldron neut nom/voc/acc sg (ionic) χαλκήιος of masc acc sg χαλκήιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκούς — ή, ούν / χαλκοῡς, ῆ, οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χάλκεος, έα και ιων. τ. έη, ον, θηλ. και ος, και επικ. τ. χάλκειος, είη, ον, και ιων. τ. χαλκήϊος, ΐη, ον, και αιολ. και δωρ. τ. χάλκιος, ία, ον, Α (λόγιος τ.) χάλκινος (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις … Dictionary of Greek
χαλκήια — χάλκειος of copper neut nom/voc/acc pl χαλκεῖον cauldron neut nom/voc/acc pl (ionic) χαλκήιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)